- φρεσκομαγειρεμένος
- -η, -οαυτός που μαγειρεύτηκε πριν από λίγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρεσκομαγειρεμένος — η, ο, Ν (για φαγητό) πρόσφατα μαγειρεμένος … Dictionary of Greek